ἧς ἂν ἐπ' ἐλάχιστον ἀρετῆς πέρι ἢ ψόγου ἐν τοῖς ἄρσεσι κλέος ᾖ → of whom there is least talk either for praise or blame, of whom there is least notoriety among the men either for praise or blame
Full diacritics: καπρῴζομαι | Medium diacritics: καπρῴζομαι | Low diacritics: καπρώζομαι | Capitals: ΚΑΠΡΩΖΟΜΑΙ |
Transliteration A: kaprṓizomai | Transliteration B: kaprōzomai | Transliteration C: kaprozomai | Beta Code: kaprw/|zomai |
rut, of the boar, Sciras 1.
καπρῴζομαι (Α)
(για χοίρους) καπρώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάπρος + -ώζομαι, πιθ. αναλογικά προς ρ. σε -ώζω που δηλώνουν φωνές, κραυγές (πρβλ. κρώζω, οιμώζω)].