κασιόπνους

Revision as of 10:45, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ουν, A breathing of cassia, Antiph.52.14.

German (Pape)

[Seite 1333] ουν, nach Kassia duftend, αὔρα Antiphan. bei Ath. X, 449 d.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰσιόπνους: ουν, ἔχων ὀσμήν, εὐωδίαν κασίας, εὐωδιάζω ὡς κασία, Ἀντιφάνης ἐν «Ἀφροδισίῳ» 1. 14.

Greek Monolingual

κασιόπνους, -ουν (Α)
αυτός που αποπνέει οσμή κασίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κασία + πνους (< πνοῦς), πρβλ. θεό-πνους, ιμερό-πνους].