κασιόπνους

From LSJ

οὐ κύριος ὑπὲρ μέδιμνόν ἐστ' ἀνὴρ οὐδεὶς ἔτι → he is no better than a woman, no man is any longer permitted to transact business over the one-bushel limit?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰσιόπνους Medium diacritics: κασιόπνους Low diacritics: κασιόπνους Capitals: ΚΑΣΙΟΠΝΟΥΣ
Transliteration A: kasiópnous Transliteration B: kasiopnous Transliteration C: kasiopnous Beta Code: kasio/pnous

English (LSJ)

κασιόπνουν, breathing of cassia, Antiph.52.14.

German (Pape)

[Seite 1333] ουν, nach Kassia duftend, αὔρα Antiphan. bei Ath. X, 449 d.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰσιόπνους: ουν, ἔχων ὀσμήν, εὐωδίαν κασίας, εὐωδιάζω ὡς κασία, Ἀντιφάνης ἐν «Ἀφροδισίῳ» 1. 14.

Greek Monolingual

κασιόπνους, -ουν (Α)
αυτός που αποπνέει οσμή κασίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κασία + πνους (< πνοῦς), πρβλ. θεόπνους, ιμερόπνους].