καταλαβή
English (LSJ)
ἡ, A grasping, comprehension, Pl.Def.412c.
German (Pape)
[Seite 1358] ἡ, das Eingreifen, Plat. Defin. 412 c.
Greek (Liddell-Scott)
καταλᾰβή: ἡ, κατάληψις, ἀντίληψις, τὸ ἐννοεῖν, Πλάτ. Ὅροι 412C.
Greek Monolingual
καταλαβή, ἡ (Α) καταλαμβάνω
η αντίληψη, η σύλληψη μιας έννοιας.
Russian (Dvoretsky)
καταλᾰβή: ἡ схватывание, улавливание (τοῦ βελτίστου Plat.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καταλαβή -ῆς, ἡ [καταλαμβάνω] het aangrijpen.