καταπολεύω

Revision as of 11:10, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

A revolve, ὁ ἰσημερινὸς τῷ βορείῳ κύκλῳ -εύοντι βραδυτέρω<ς>… ὁμοχρόνως κινεῖται Sch.Arat.147; of the constellation Ἄρκτος, move downwards in an orbit, opp. ἀναπολεύω, PMag.Par.1.702.

German (Pape)

[Seite 1371] sich drehen, Schol. Arat. Phaen. 147.

Greek (Liddell-Scott)

καταπολεύω: ἐπιτεταμ. ἀντὶ τοῦ πολεύω, στρέφομαι, Σχόλ. εἰς Ἀράτ. Φαιν. 147.

Greek Monolingual

καταπολεύω (Α)
1. στρέφομαι
2. πάπ. (για τον αστερισμό Άρκτος) κινούμαι προς τα κάτω κυκλικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + πολεύω «στρέφομαι» (< πόλος)].