καταπολεύω
From LSJ
καὶ τὸ σιγᾶν πολλάκις ἐστὶ σοφώτατον ἀνθρώπῳ νοῆσαι → and silence is often the wisest thing for a man to heed, and often is man's best wisdom to be silent, and often keeping silent is the wisest thing for a man to heed
English (LSJ)
revolve, ὁ ἰσημερινὸς τῷ βορείῳ κύκλῳ -εύοντι βραδυτέρω… ὁμοχρόνως κινεῖται Sch.Arat.147; of the constellation Ἄρκτος, move downwards in an orbit, opp. ἀναπολεύω, PMag.Par.1.702.
German (Pape)
[Seite 1371] sich drehen, Schol. Arat. Phaen. 147.
Greek (Liddell-Scott)
καταπολεύω: ἐπιτεταμ. ἀντὶ τοῦ πολεύω, στρέφομαι, Σχόλ. εἰς Ἀράτ. Φαιν. 147.
Greek Monolingual
καταπολεύω (Α)
1. στρέφομαι
2. πάπ. (για τον αστερισμό Άρκτος) κινούμαι προς τα κάτω κυκλικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + πολεύω «στρέφομαι» (< πόλος)].