κενεόφρων

Revision as of 12:20, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ον, gen. ονος, A empty-minded, δῆμος Thgn.233; μῦθος, αὖχαι, Simon.75, Pi.N.11.29:—also κενόφρων, βουλεύματα A. Pr.762.

German (Pape)

[Seite 1416] ονος, leeres, eitles Sinnes; δῆμος Theogn. 233. 847; αὖχαι Pind. N. 11, 29; sp. D.

Greek (Liddell-Scott)

κενεόφρων: -ον, μάταια φρονῶν, ματαιόφρων, κ. δῆμος Θέογν. 233, Σιμων. 75· κ. αὖχαι Πινδ. Ν. 11. 38·- οὐδ. κενεόφρονα φῦλα Ἀπολλιν. ἐν Παλ. Διαθ.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
à l’esprit vain.
Étymologie: κενεός, φρήν.

English (Slater)

κενεόφρων
   1 empty minded ἀλλὰ βροτῶν τὸν μὲν κενεόφρονες αὖχαι ἐξ ἀγαθῶν ἔβαλον (N. 11.29) κενεοφρόνων ἑταῖρον ἀνδρῶν (sc. φθόνον) fr. 212.

Greek Monolingual

κενεόφρων, -ον (Α)
αυτός που ματαιοφρονεί, ο ματαιόδοξος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεν(ε)ο- (βλ. κενο-) + -φρων (< φρήν, -ενός «μυαλό, καρδιά»), τ. που εμφανίζει την εκτεταμένη-ετεροιωμένη βαθμίδα της ρίζας φρεν- (πρβλ. κρατερό-φρων, ταπεινό-φρων)].

Greek Monotonic

κενεόφρων: -ον (φρήν), ματαιόφρων, σε Θέογν., Πίνδ.

Russian (Dvoretsky)

κενεόφρων: 2, gen. ονος тщеславный, пустой (αὖχαι Pind.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κενεόφρων -ον ook κενόφρων [κενεός, φρήν] leeghoofdig, dwaas.

Middle Liddell

φρήν
empty-minded, Theogn., Pind.