κενόσαρκος

Revision as of 12:25, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ον, A destitute of flesh, meagre, EM779.8.

German (Pape)

[Seite 1417] vom Fleisch leer, mager, E. M. 779, 8, neben λεπτός.

Greek (Liddell-Scott)

κενόσαρκος: -ον, ἄνευ σαρκός, ἰσχνός, Ἐτυμολ. Μέγ. 779. 8,

Greek Monolingual

κενόσαρκος, -ον (Μ)
αυτός που δεν έχει επαρκή σάρκα, που είναι πολύ αδύνατος, λιπόσαρκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεν(ο)- + -σαρκος (< σάρξ, σαρκός), πρβλ. λευκό-σαρκος, μαλακό-σαρκος].