κερχαλέος

Revision as of 12:25, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

α, ον, A rough, hoarse, βήξ Hp.Epid.7.16; κερχαλέον ὑποσυρίζειν v.l. for κερχναλέον ib.7:—written κερχναλέος, Gal.19.111.

German (Pape)

[Seite 1426] trocken, rauh, heiser, βήξ, Hippocr. u. a. Medic.

Greek (Liddell-Scott)

κερχᾰλέος: -α, -ον, σκληρός, ξηρός, τραχύς, βὴξ Ἱππ. 1215D· κερχαλέον ὑποσυρίζειν ὁ αὐτὸς 1211Ε. ― Παρὰ Γαλ. Λεξ., κερχναλέος.

Greek Monolingual

κερχαλέος, ή κερχναλέος, -α, -ον (Α)
τραχύς, ξερός, βραχνός («βὴξ κερχ[ν]αλέος», Ιπποκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Β. λ. κέρχνος).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κερχαλέος -α -ον [~ κέρχνος] hees, rauw. Hp.