κισσοτόμος

Revision as of 12:35, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ον, (τέμνω) A ivy-cutting: κισσοτόμοι (sc. ἡμέραι), αἱ, festival at Phlius, Paus.2.13.4.

Greek (Liddell-Scott)

κισσοτόμος: -ον, (τέμνω), κισσοτόμοι (δηλ. ἡμέραι), αἱ, ἐν αἷς ἔκοπτον τὸν κισσόν, ἑορτή τις ἐν Φλειοῦντι, Παυσ. 2. 13, 4.

Greek Monolingual

κισσοτόμος, -ον (Α)
(το θηλ. πληθ. ως ουσ.) αἱ κισσοτόμοι
(ενν. ἡμέραι)
ετήσια γιορτή στον Φλιούντα της Αργολίδας προς τιμή της Ήβης («ἄγεται δὲ καὶ ἑορτὴ σφίσιν ἐπέτειος ἥν καλοῡσι Κισσοτόμους», Παυσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κισσός + -τόμος (< τόμος < τέμνω), πρβλ. λα-τόμος, υλο-τόμος.