κλυτόπωλος

Revision as of 12:45, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ον, A with noble steeds, Il. always epith. of Hades, 5.654, 11.445, 16.625; later κ. λόχος, of the heroes in the wooden horse, Tryph.92.

German (Pape)

[Seite 1457] durch Rosse berühmt, durch die Kunst, sie zu lenken; Aidoneus, Il. 5, 654. 11, 445. 16, 625; die Landschaft Dardania, Hom. frg. 38.

Greek (Liddell-Scott)

κλῠτόπωλος: -ον, ἔχων περιφήμους πώλους ἢ ἵππους, Ἰλ., ἀείποτε ἐπίθ. τοῦ Ἅιδου, Ε. 654., Λ. 445., Π. 625· ἐπὶ τῆς χώρας Δαρδανίας, Ὁμ. Ἀποσπ. 38.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux coursiers renommés, aux nobles coursiers.
Étymologie: κλυτός, πῶλος.

English (Autenrieth)

with famous steeds, epithet of Hades, Il. 5.654 ff. Probably said with reference to the rape of Proserpine. (Il.)

English (Slater)

κλῠτόπωλος
   1 renowned for his horses κλυτοπώλου Ποσειδάωνος fr. 243.

Spanish

que posee nobles corceles

Greek Monolingual

κλυτόπωλος, -ον (Α)
περίφημος για τους πώλους του ή για τα άλογά του (α. «εὖχος ἐμοὶ δώσειν, ψυχήν δ' Ἄιδι κλυτοπώλῳ», Ομ. Ιλ.
β. «κλυτόπωλος λόχος» — οι ήρωες του Δούρειου ίππου, Τρύφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλυτός + πῶλος (πρβλ. ενδοξό-πωλος, λευκό-πωλος)].

Greek Monotonic

κλῠτόπωλος: -ον, με αριστοκρατικά άλογα, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

κλῠτόπωλος: славящийся своими конями (Ἀϊδωνεύς, Δαρδανίη Hom.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κλυτόπωλος -ον [κλυτός, πῶλος] met beroemde paarden.

Middle Liddell

κλῠτό-πωλος, ον
with noble steeds, Il.