κηρογονία

Revision as of 12:45, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ἡ, A formation of wax or combs, LXX 4 Ma.14.19.

German (Pape)

[Seite 1433] ἡ, Erzeugung, Bildung des Wachses, Ios.

Greek (Liddell-Scott)

κηρογονία: ἡ, ὁ σχηματισμὸς τοῦ κηροῦ ἢ τῆς κηρήθρας, Ἰωσήπ. Μακκ. 14.

Greek Monolingual

κηρογονία, ἡ (Α)
ο σχηματισμός κηρήθρας («μέλισσαι περὶ τὸν τῆς κηρογονίας καιρόν», ΠΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κηρός + -γονία (< -γονώ < -γόνος < γόνος), πρβλ. θεο-γονία, κοσμογονία.