κοπτούρα

Revision as of 12:55, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ἡ, A mortar for flour-making, PSI7.787.5 (ii A. D.), Stud.Pal.20.131 (vi A. D.): acc. sg. written κοπτοραν Wilcken Chr.323.22 (ii A. D.).

Greek Monolingual

κοπτούρα, ἡ (Α)
γουδί για κοπάνισμα σιταριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται ίσως για παραλλαγμένο τ. ενός αμάρτυρου κόπτρα (< κόπτω)].