κοπιαρός
English (LSJ)
ά, όν, A wearying, in Comp. -ώτερος, Arist.Pr.880b16, Thphr.Lass.7, 9.
German (Pape)
[Seite 1482] = κοπηρός; Arist. probl. 5, 1; Theophr. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κοπιᾰρός: -ά, -όν, κοπιαστικός, Ἀριστ. Προβλ. 5. 1, Θεοφρ. Ἀποσπ. 7. 7 καὶ 9.
Greek Monolingual
κοπιαρός, -ά, -όν (Α) κοπιώ κοπιώδης, κοπιαστικός, κουραστικός.
Russian (Dvoretsky)
κοπιᾰρός: утомительный (οἱ περίπατοι Arst.).