κοσμοπληθής

Revision as of 12:55, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ές, A filling the world, κατακλυσμός LXX 4 Ma.15.31.

Greek (Liddell-Scott)

κοσμοπληθής: -ές, ὁ πληρῶν τὸν κόσμον, κατακλυσμὸς Δ΄ Μακκ. ιε΄, 31.

Greek Monolingual

κοσμοπληθής, -ές (Α)
αυτός που γεμίζει όλο τον κόσμο («ἐν τῷ κοσμοπληθεῑ κατακλυσμῷ», ΠΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμ(ο)- + -πληθής (< πλῆθος), πρβλ. θυμο-πληθής, οινο-πληθής].