ατος, τό, A strength, LXX Ps.42(43).2.
κρᾰταίωμα: τό, ἰσχύς, Ἑβδ. (Ψαλμ. ΜΒ΄, 2), Ἐκκλ.
κραταίωμα, τὸ (AM κραταιώενδυνάμωση, ενίσχυση, στήριγμα, δύναμη («σὺ εἶ ὁ θεὸς κραταίωμά μου», ΠΔ).