κραδοφάγος

Revision as of 13:00, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

[φᾰ], ον, A eating the young branches of the fig-tree, and as Subst., = ἀγροῖκος, Com.Adesp.1049 (κραδα- Hsch.).

Greek (Liddell-Scott)

κρᾰδοφάγος: -ον, ὁ τρώγων τοὺς νεαροὺς βλαστοὺς τῆς συκῆς, καὶ ὡς οὐσιαστ. = ἀγροῖκος, Εὐστ. 1409. 63, Ἡσύχ. (ὅστις γράφει κραδαφάγος).

Greek Monolingual

κραδοφάγος, -ον (Α)
1. αυτός που τρώγει τα βλαστάρια της συκιάς
2. το αρσ. ως ουσ.κραδοφάγος
κραδοπώλης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κράδη «βλαστός συκιάς» + -φάγος < θ. φαγ- (πρβλ. -φαγ-ον)].