κρεοδοσία

Revision as of 13:05, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ἡ, A = κρεοδαισία, Zonar., v.l. in Plu.Demetr.11:

Greek (Liddell-Scott)

κρεοδοσία: ἡ, = κρεοδαισία, Ζωναρ. 1253, διάφ. γραφ. ἐν Πλουτ. Δημητρ. 11· ― κρεοδοτέω, Ζωναρ. 1258· ἐκ τοῦ κρεοδότης, ου, ὁ, = κρεοδαίτης, Σουΐδ., γραφόμενον κρεωδότης, ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 4485. Ἴδε ἐν λέξ. κρεω-.

Greek Monolingual

η (Μ κρεοδοσία) κρεοδότης
διανομή κρέατος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κρεοδοσία -ας, ἡ [κρέας, δίδωμι] verdeling van vlees.