κρεοδότης
From LSJ
English (LSJ)
κρεοδότου, ὁ, = κρεοδαίτης, CIG 4485 (Palmyra), Suid.
Greek Monolingual
κρεοδότης, ὁ (Α)
κρεοδαίτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρε(ο)- + -δότης (< δίδωμι), πρβλ. ζωοδότης, χρησμοδότης.
Full diacritics: κρεοδότης | Medium diacritics: κρεοδότης | Low diacritics: κρεοδότης | Capitals: ΚΡΕΟΔΟΤΗΣ |
Transliteration A: kreodótēs | Transliteration B: kreodotēs | Transliteration C: kreodotis | Beta Code: kreodo/ths |
κρεοδότου, ὁ, = κρεοδαίτης, CIG 4485 (Palmyra), Suid.
κρεοδότης, ὁ (Α)
κρεοδαίτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρε(ο)- + -δότης (< δίδωμι), πρβλ. ζωοδότης, χρησμοδότης.