κρεοδαίτης

From LSJ

ἢν μή τις ὥσπερ σφηκιὰν βλίττῃ με κἀρεθίζῃ → may no one squeeze me and tease me like a wasp | may no one smoke me and tease me like a wasp | but if anyone annoys me and rifles my nest, they'll find a wasp inside | still if you wake a wasps' nest then of wasps you must beware

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρεοδαίτης Medium diacritics: κρεοδαίτης Low diacritics: κρεοδαίτης Capitals: ΚΡΕΟΔΑΙΤΗΣ
Transliteration A: kreodaítēs Transliteration B: kreodaitēs Transliteration C: kreodaitis Beta Code: kreodai/ths

English (LSJ)

κρεοδαίτου, ὁ, distributor of meat, carver at a public meal, Plu.Lys.23, Ages.8, Poll.6.34, 7.25: κρεω-, Phld.Vit. p.26 J.:—fem. κρεοδαῖτις ἀρχή Poll.6.34.

French (Bailly abrégé)

v. κρεωδαίτης.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κρεοδαίτης -ου, ὁ [κρέας, δαίω] voorsnijder.

Greek Monolingual

κρεοδαίτης, ὁ, θηλ. κρεοδαῑτις, -ιδος (Α)
1. αυτός που έκοβε και μοίραζε το κρέας στις δημόσιες ευωχίες («κρεοδαίτης δὲ ὁ διατέμνων, ὃν καὶ μάγειρον καὶ ἄρταμον ἔνιοι καλοῦσιν», Πολυδ.)
2. φρ. «κρεοδαῖτις ἀρχή» — το επάγγελμα του κρεοδαίτη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρε(ο)- + -δαίτης (< δαίομαι «διαιρώ, χωρίζω»), πρβλ. γεωδαίτης, χρηματοδαίτης].

Greek Monotonic

κρεοδαίτης: -ου, ὁ (δαίω), διαμοιραστής κρέατος, κόφτης κρέατος σε δημόσιο γεύμα, Λατ. dispensator, σε Πλούτ.

Greek (Liddell-Scott)

κρεοδαίτης: -ου, ὁ, ὁ κόπτων καὶ μοιράζων τὸ κρέας ἐν δημοσίαις εὐωχίαις, Λατ. dispensator, Πλουτ. Λύσανδ. 23, Ἀγησ. 8, Πολυδ. Ϛ΄, 34., Ζ΄, 25· ― θηλ. κρεοδαῖτις ἀρχὴ Πολυδ. Ϛ΄, 34· ― ἐντεῦθεν κρεοδαιτέω, μοιράζω κρέας, Ζωναρ. 1258· καὶ κρεοδαισία, ἡ, διανομὴ τοῦ κρέατος, Λατ. visceratio, Δημήτρ. Σκήψ. παρ’ Ἀθην. 425C, Πλούτ. 2. 643Α, Ζωναρ. 1253. ― Πάντες οὗτοι οἱ τύποι συχνάκις φέρονται ἡμαρτημένως κρεω-, ἴδε ἐν κρεω-.

Middle Liddell

κρεο-δαίτης, ου, δαίω
a distributor of flesh, carver at a public meal, Lat. dispensator, Plut.