κρεοδαίτης
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
English (LSJ)
κρεοδαίτου, ὁ, distributor of meat, carver at a public meal, Plu.Lys.23, Ages.8, Poll.6.34, 7.25: κρεω-, Phld.Vit. p.26 J.:—fem. κρεοδαῖτις ἀρχή Poll.6.34.
French (Bailly abrégé)
v. κρεωδαίτης.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κρεοδαίτης -ου, ὁ [κρέας, δαίω] voorsnijder.
Greek Monolingual
κρεοδαίτης, ὁ, θηλ. κρεοδαῑτις, -ιδος (Α)
1. αυτός που έκοβε και μοίραζε το κρέας στις δημόσιες ευωχίες («κρεοδαίτης δὲ ὁ διατέμνων, ὃν καὶ μάγειρον καὶ ἄρταμον ἔνιοι καλοῦσιν», Πολυδ.)
2. φρ. «κρεοδαῖτις ἀρχή» — το επάγγελμα του κρεοδαίτη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρε(ο)- + -δαίτης (< δαίομαι «διαιρώ, χωρίζω»), πρβλ. γεωδαίτης, χρηματοδαίτης].
Greek Monotonic
κρεοδαίτης: -ου, ὁ (δαίω), διαμοιραστής κρέατος, κόφτης κρέατος σε δημόσιο γεύμα, Λατ. dispensator, σε Πλούτ.
Greek (Liddell-Scott)
κρεοδαίτης: -ου, ὁ, ὁ κόπτων καὶ μοιράζων τὸ κρέας ἐν δημοσίαις εὐωχίαις, Λατ. dispensator, Πλουτ. Λύσανδ. 23, Ἀγησ. 8, Πολυδ. Ϛ΄, 34., Ζ΄, 25· ― θηλ. κρεοδαῖτις ἀρχὴ Πολυδ. Ϛ΄, 34· ― ἐντεῦθεν κρεοδαιτέω, μοιράζω κρέας, Ζωναρ. 1258· καὶ κρεοδαισία, ἡ, διανομὴ τοῦ κρέατος, Λατ. visceratio, Δημήτρ. Σκήψ. παρ’ Ἀθην. 425C, Πλούτ. 2. 643Α, Ζωναρ. 1253. ― Πάντες οὗτοι οἱ τύποι συχνάκις φέρονται ἡμαρτημένως κρεω-, ἴδε ἐν κρεω-.
Middle Liddell
κρεο-δαίτης, ου, δαίω
a distributor of flesh, carver at a public meal, Lat. dispensator, Plut.