κρυώδης

Revision as of 13:10, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ες, A icy, chill, Plu.2.653a, Poll.5.109.

German (Pape)

[Seite 1517] ες, frostartig, eisig; νιφάδες Apollnds. 15 (IX, 244); καὶ ψυχρὰ δύναμις Plut. Symp. 3, 5, 2.

Greek (Liddell-Scott)

κρυώδης: -ες, (εἶδος) παγετώδης, ψυχρός, Πλούτ. 2. 653Α, Πολυδ. Ε΄, 109.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
glacial.
Étymologie: κρύος, -ωδης.

Greek Monolingual

ες (Α κρυώδης)
κρύος, ψυχρός, παγερός, παγετώδης
αρχ.
(κατά τον Ησύχ.) αυτός που προκαλεί φρίκη, φρικώδης, αποτρόπαιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρύος-(II) + κατάλ. -ώδης].

Russian (Dvoretsky)

κρῠώδης: морозный, ледяной (δύναμις Plut.; νιφάδες Anth.).