κρύος

From LSJ

Ἀλλ᾽ ὑπ᾽ ἐλπίδων ἄνδρας τὸ κέρδος πολλάκις διώλεσεν → But the profit-motive has destroyed many people in their hope for gain

Sophocles, Antigone, 221-2
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρῠος Medium diacritics: κρύος Low diacritics: κρύος Capitals: ΚΡΥΟΣ
Transliteration A: krýos Transliteration B: kryos Transliteration C: kryos Beta Code: kru/os

English (LSJ)

εος, τό,
A icy cold, frost, Hes.Op.494, Pl.Ax.368c, Jul. Or.6.181d; κ. ἰσχυρόν Arist.Mete.367a22: metaph., κακόν με καρδίαν τι περιπίτνει κρύος A.Th.834, cf.Eu.161 (both lyr.).
II κρύος, ὁ, = κρύσταλλος, Sch.Ar.Nu.766. (Cf. Lat. crusta.)

French (Bailly abrégé)

ion. -εος, att. -ους (τό) :
1 froid glacial, froid;
2 fig. frisson de crainte.
Étymologie: DELG cf. κρύσταλλος, lat. crusta, v.norr. hriósa « frissonner ».

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κρύος -ους, τό, zonder contr. -εος, vorst, koude; overdr. rilling:. κρύος ἔχειν een rilling voelen Aeschl. Eum. 161.

German (Pape)

τό, Eiskälte, Frost, Eis; Hes. O. 496; Plat. Ax. 368c; Sp., wie Luc. Lexiph. 2; auch übertragen, Schauder, κακόν με καρδίαν τι περιπιτνεῖ κρύος Aesch. Spt. 816, vgl. Eum. 155. – Nach Schol. Ar. Nub. später für Krystall. – Die Alten leiten es von κρούω ab; nach EM. παρὰ τὴν κροῦσιν τῶν ὀδόντων τὴν γιγνομένην ἐν τῷ κρύει; vgl. aber cruor, grumus, wonach das Gerinnen die Hauptbdtg zu sein scheint.

Russian (Dvoretsky)

κρύος: εος τό
1 ледяной холод, мороз Hes., Plat. etc.;
2 смертельный страх, ужас (κακόν με καρδίαν τι περιπίτνει κ. Aesch.).

Greek Monolingual

(I)
-α, -ο και κρύγιος -ια, -ιο (AM κρύος, -α, -ον, Μ και κρύγιος, -ια, -ιο)
νεοελλ.-μσν.
1. αυτός που έχει χαμηλή θερμοκρασία, ψυχρός (α. «τα πόδια μου είναι συνεχώς κρύα» β. «ο καφές είναι κρύος»)
2. αυτός που υστερεί σε ζωηρότητα ή εγκαρδιότητα ή διαχυτικότητα, άτονος (α. «μού μίλησε με κρύα καρδιά» β. «κρύα γυναίκα»)
3. αδιάφορος, ασυγκίνητος
4. εξαντλημένος, αδύναμος
νεοελλ.
1. (για πρόσ.) αυτός που υστερεί σε ελκυστικότητα ως προς την εμφάνιση, τους τρόπους ή την έκφραση, άχαρος, άνοστος, ανιαρός
2. (για λόγο) αυτός που δεν προκαλεί το ενδιαφέρον, σαχλός, ανούσιος («το αστείο του ήταν πολύ κρύο»)
3. (για τόπο) αυτός που δεν παρέχει την αίσθηση της θαλπωρής («κρύο σπίτι»)
4. (φρ. (για πρόσ.) «σαν τα κρύα νερά» — όλο νιάτα, ζωντάνια και ομορφιά
5. παροιμ. «ζεσταίνει ο κρύος τον παγωμένο» — λέγεται γι' αυτόν που ενώ έχει ανάγκη ο ίδιος για βοήθεια, προσπαθεί να βοηθήσει άλλον
μσν.
1. (για κοπέλα) δροσάτη, όμορφη
2. το ουδ. ως ουσ.κρύος
είδος διάφανης πέτρας
3. φρ. «μένω κρύος» — παγώνω από τον φόβο μου
αρχ.
το αρσ. ως ουσ.κρύος
ο κρύσταλλος. Επιρρ. κρύακρύα)
με κρύο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κρύος -α -ον < κρύον < κρύος (τὸ). Ο τ. κρύγιος < κρυjός με συνίζηση και παράσταση με -γ- του αναπτυχθέντος μεταξύ τών φωνηέντων ημιφώνου -j-].
(II)
κρύος, -ους, τὸ (AM)
1. ψύχος, κρύο («ὥρη χειμερίη, ὁπότε κρύος ἀνέρα ἔργων ἰσχάνει», Ησίοδ.)
2. συνεκδ. φρίκη, τρόμος («κακόν με καρδίαν τι περιπίτνει κρύος», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λεξιλογική ομάδα κρύος, κρυμός, κρύσταλλο εμφανίζει τη μηδενισμένη βαθμίδα grus- της ΙΕ ρίζας greus- «πάγος, όγκος πάγου, κρούστα» (πρβλ. κρέας) και συνδέεται με γερμανικές λ. (πρβλ. αρχ. νορβ. hriόsa, hraus «ριγώ, ανατριχιάζω», αρχ. άνω γερμ. hroso «πάγος», λεττον. kreve «κόρα»). Η λ. κρύσ-τ-αλλος εμφανίζει επίθημα -αλός με εκφραστικό αναδιπλασιασμό (-λλ-) και οδοντικό -τ-, το οποίο είναι δυσερμήνευτο. Η λ. συνδέεται πιθ. με λατ. crusta, τοχαρ. Β krost και τοχαρ. A kuraś «ψυχρός». Τη λ. δανείστηκε η λατ. με τη μορφή crystallus και απ' αυτήν διάφορες ευρωπαϊκές γλώσσες, κυρίως με τη μορφή επιστημον. όρων, πρβλ. crystallite: κρυσταλλίτης, crystallography: κρυσταλλογραφία. Η λ. κρυμός (πρβλ. θυμός) < κρυσ-μός, με σίγηση του -σ- και αντέκταση (-- > --), συνδέεται με αβεστ. xru-ma «τρομακτικός, φρικτός».
ΠΑΡ. κρυερός, κρυώδης
αρχ.
κρυόεις, κρυούμαι].

Frisk Etymological English

Grammatical information: n.
Meaning: icy cold, frost (Hes. Op. 494, A. in lyr., Arist., Jul.).
Derivatives: κρυόεις horrible, lugubrious (Il., Hes., Pi.), icy-cold (A. R., AP, Orph.) with analogical -ο- (cf. also Debrunner Ἀντίδωρον 28); s. also ὀκρυόεις; κρυώδης id. (Plu., Poll.); further perhaps κρυερός horrible, lugubrious (Hom., Hes., Ar. in lyr.), icy-cold (Simon., Ar. in lyr.); cf. below. - Beside κρύος there are as independent formations: 1. κρυμός m. icy cold, frost, horror (Ion., trag., hell.) with κρυμώδης icy-cold (Hp., Ph., AP), κρυμαλέος id. (S. E.; Debrunner IF 23, 22, Chantraine Formation 254), κρυμ-αίνω make cold (Hdn.), -ώσσω be rigid from cold (Theognost.). -- 2. κρύσταλλος s.v.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: The wordgroup has cognates in diff. languages. On κρύσταλλος, which is Pre-Greek, s.v. The word is sonnected (Chantraine Formation 247, Schwyzer 484) with Lat. crusta bark, crust. However, this is wrong as the Latin word has a quite different meaning: the hard surface of a body, the rind, shell, crust, bark which protects it' (Lewis and Short); so it has nothing to do with cold; it is used of flumen, indicating a covering or crust of ice, but this is an incidental use, a metaphor, not the central aspect of the meaning. The word, then, has nothing to do with words for cold, ice. (Its etymology with κρύος must therefore be given up; there is no other proposal.) Further one connects Toch. B krost, A kuraś etc. cold (Duchesne-Guillemin BSL 41, 155 f.), but the -o- is difficult. One assumed for crusta the zero grade of an s-stem (so this is now wrong or irrelevant); beside it one proposed a full grade of the suffix in IE. *kruu̯-es- (?), Gr. κρύ-ος and in Latv. kruv-es-is frozen mud. Now *kruu̯-es- is not an admitted IE formation. It may have been *kruh₁-es- . [Not, with Frisk, to the word for blood Lat. cruōr < *kreuh₂-ōs, Gr. κρέ(Ϝ)ας < *kreu̯h₂-s-, s. v.] - With κρυμός agrees Av. xrū-ma- horrible; but this word is analysed as *kruh₂-mo- and connected with the group of blood (above). One compared κρύος: κρῦμός with θύος: θυμός, but the implication is not clear. The often assumed basic forms *κρύσ-ος, *κρυσ-μός are improbable (Frisk; does Chantraine accept this?) - κρυερός reminds of Skt. krūrá-, Av. xrūra- wounded, raw, bloody, horrible, which points to *kruH-ro- (and Lat. crūdus raw, if from *crūrus). κρυερός may have been rebuilt after the adj. in -ερός, but it can as well be an independent derivation from κρύος; cf. Bloch Sprachgesch. u. Wortbed. 23 n. 22. It might continue *kruh₁-er- (reconstructed above). Chantraine rejects the connection with blood, as it would not fit semantically (but I think it fits very well) or formally. - A verbal *kreus- appears in Germanic, e.g. OWNo. *hrjósa, pret. hraus shiver with the zero grade verbal noun OHG hroso, -a ice, crust. On OIc. hrjósa see De Vries Wb., who denies that it has to do with cold or ice. - [Kluge22 s.v. Kruste derives it from verkrustetes Blut, which must be wrong, s. above.].

Frisk Etymology German

κρύος: {krúos}
Grammar: n.
Meaning: Eiskälte, Frost (Hes. Op. 494, A. in lyr., Arist., Jul. u. a.).
Derivative: Davon κρυόεις grausig, schauerig (Il., Hes., Pi.), eiskalt (A. R., AP, Orph.) mit analogischem -ο- (vgl. auch Debrunner Ἀντίδωρον 28); s. auch ὀκρυόεις; κρυώδης eiskalt (Plu., Poll.); außerdem wohl κρυερός grausig, schauerig (Hom., Hes., Ar. in lyr. u. a.), eiskalt (Simon., Ar. in lyr.); vgl. unten. — Neben κρύος stehen als davon unabhängige Bildungen: 1. κρυμός m. Eiskälte, Frost, Schauder (ion., Trag., hell. Dicht., sp. Prosa) mit κρυμώδης eiskalt (Hp., Ph., AP u. a.), κρυμαλέος ib. (S. E. u. a.; Debrunner IF 23, 22, Chantraine Formation 254), κρυμαίνω kalt machen (Hdn.), -ώσσω aus Kälte steif sein (Theognost.). — 2. κρύσταλλος m. Eis (seit Il.), auch f. (nach λίθος) ‘Berg- kristall' (Str., D. S. u. a.) mit κρυστάλλιον ib. (PHolm.), auch Pflanzenname = ψύλλιον (Dsk.; wegen der abkühlenden Wirkung, Strömberg Pflanzennamen 83); κρυστάλλινος eiskalt (Hp.), aus Bergkristall (D. C. u. a.), -ώδης eisig, kristallklar (Ptol., PHolm. u.a.); κρυσταλλόομαι frieren (Ph. u. a.), -ίζω wie Kristall glänzen (Apok.); daneben κρυσταίνομαι frieren (Nik. Al. 314), wohl freie Analogiebildung zu κρύσταλλος nach anderen Fällen des Wechsels ν: λ (anders Schwyzer 706).
Etymology: Alte Wortgruppe mit mehreren nahen Entsprechungen in verschiedenen Sprachen. Eine rein griechische Bildung ist κρύσταλλος (nach Kuiper Μνήμης χάριν 1, 215 A. 16 eher LW); es geht mit einem expressiv geminierten λ-Suffix (Chantraine Formation 247, Schwyzer 484) von einem Nomen aus, das tatsächlich in lat. crusta Rinde, Kruste, wohl auch in toch. B krost, A kuraś usw. kalt (Duchesne-Guillemin BSL 41, 155 f.) vorliegt. Als Grundlage von crus- wird ein nominaler s-Stamm vermutet; crus- somit eig. Kollektivbildung, bzw. substantiviertes Sekundäradj. ? (Leumann Lat. Gr. 246; aber vgl. unten). Neben der schwundstufigen Suffixform in cru-s-, idg. *qru-s-, steht die hochstufige in idg. *qruu̯-es-, gr. κρύος, lett. kruv-es-is gefrorener Schlamm; dazu mit hochstufigem Stamm lat. cruōr < *qreu̯-ōs- und gr. κρέας < *qreu̯-əs-, s. d. — Zu κρυμός stimmt aw. xrū-ma- grauenhaft, grausig; κρύος: κρῦμός mithin wie θύος: θυμός. Die oft angesetzten Grundformen *κρύσος, *κρυσμός sind nicht wahrscheinlich. — An κρυερός erinnern stark aind. krūrá-, aw. xrūra- wund, roh, blutig, grausam und lat. crūdus roh, falls aus *crūrus; wenn damit uridentisch, muß κρυερός nach den Adj. auf -ερός umgebildet sein; es kann aber ebensogut eine selbständige Ableitung von κρύος sein; vgl. Bloch Sprachgesch. u. Wortbed. 23 A. 22. — Bei der obigen Analyse sind wir von einem nominalen s-Stamm ausgegangen; ein verbales qreus- erscheint aber im Germanischen, z.B. awno. hriósa, Prät. hraus schaudern mit dem schwundstufigen Verbalnomen ahd. hroso, -a Eis, Kruste. Es liegt deshalb nahe, auch lat. crus-ta als ein Verbalabstraktum oder ein substantiviertes Verbaladj. (: toch. B krost) aufzufassen. — WP.1,478ff., Pok.621f., W.-Hofmann s. crusta m. reicher Lit.
Page 2,28-29

Greek (Liddell-Scott)

κρύος: τό, παγετῶδες ψῦχος, «κρύο», Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 492, Πλάτ. Ἀξίοχ. 368C· κρ. ἰσχυρὸν Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 8, 18· μεταφορ., κακόν με καρδίαν περιπίτνει κρύος Αἰσχύλ. Θήβ. 834, πρβλ. Εὐμ. 161. (Ἐντεῦθεν κρυόεις, κρυερός, κρυσταίνω, κρύσταλλος, κρῡμός· πρβλ. Λατ. crusta, crudus, crudelis, πρβλ. Σανσκρ. krûras, πληγή, αἱματώδης, Ζενδ. khrûra (τρομερός)· Ἀρχ. Σκανδιν. hrím, Ἀγγλο-Σαξον. hrîm (παγετός).)

Greek Monotonic

κρύος: τό, παγετώδες ψύχος, κρύο, πάγος, σε Ησίοδ.· μεταφ., καρδίαν περιπίτνει κρύος, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

icy cold, chill, frost, Hes.: metaph., καρδίαν περιπίτνει κρύος Aesch.

Mantoulidis Etymological

τό (=τό κρύο). Ἀρχικά ἦταν κρύσος. Ἀπό ἐδῶ τά: κρυερός (=ψυχρός), κρυμός (παγετός), κρυμαίνω (=παγώνω κάτι), κρυμαλέος (=ψυχρός), κρυμώδης (=παγωμένος), κρυόεις (=παγερός), κρυσταίνομαι (=παγώνω), κρύσταλλος (=πάγος), κρυστάλλινος, κρυσταλλοῦμαι (=κρυσταλλώνω), κρυώδης.

Translations

cold

Arabic: بُرُودَة, بَرْد; Egyptian Arabic: برد, برودة; Armenian: սառնություն, ցուրտ; Aromanian: frig; Asturian: fríu; Azerbaijani: şaxta; Belarusian: холад; Bulgarian: студ; Burmese: အအေး; Catalan: fred; Cherokee: ᎤᏴᏢ; Chinese Mandarin: 寒冷; Cimbrian: bròst; Coptic Bohairic: ϩⲣⲟϣ; Cornish: yeynder; Czech: zima, chlad; Danish: kulde; Dutch: kou, koude; Esperanto: malvarmo; Estonian: külm; Even: иӈэнь; Evenki: доӈото, иӈин; Finnish: kylmyys, pakkanen, kylmä; French: froid; Galician: frío; Georgian: სიცივე; German: Kälte; Gothic: 𐍆𐍂𐌹𐌿𐍃; Greek: κρύο; Ancient Greek: ψῦχος, κρύος; Hebrew: קֹר; Higaonon: tino; Hindi: शीतल; Hungarian: hideg; Ido: koldeso; Ingrian: vilu, kylmä; Interlingua: frigido; Irish: fuacht; Old Irish: úacht; Italian: freddo, gelo; Korean: 추위; Latin: gelu, algor, frigor, frigus, algus; Latvian: aukstums, saltums; Lithuanian: vėsa; Luxembourgish: Keelt; Macedonian: студ; Malayalam: തണുപ്പ്, ശീതം; Maltese: bard, kesħa; Maori: makariri, naku, hōkiwai; Marathi: थंडी; Megleno-Romanian: frig; Nanai: нонгди; Ndzwani Comorian: ɓariɗi; Norwegian: kulde; Occitan: fred; Odia: ଥଣ୍ଡା; Old English: ċiele; Ottoman Turkish: صوغوق; Persian: سرما; Polish: zimno, mróz inan, ziąb inan, chłód; Portuguese: frio; Romani: śil; Romanian: frig; Russian: холод, стужа; Sardinian Campidanese: fridu; Logudorese: frìttu; Scottish Gaelic: fuachd; Serbo-Croatian Cyrillic: хладно̀ћа, студен, зима; Roman: hladnòća, stȕdēn, zíma; Sicilian: friddu, jelu, jilata; Slovak: chlad, zima, mráz; Slovene: mraz, hlad; Spanish: frío, rasca, biruji; Swahili: baridi; Swedish: kyla, köld; Tagalog: kalamigán; Tajik: хунукӣ; Telugu: శీతలం; Tocharian B: krostaññe; Ukrainian: холод; Venetian: fredo, fret; Vietnamese: rét; Welsh: oerfel; Zazaki: puuk, honık