κυνοτρόφος

Revision as of 13:32, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ον, A keeping dogs, Ctes.Fr.62.

Greek (Liddell-Scott)

κυνοτρόφος: ὁ, ὁ τρέφων κύνας, Γαλην. τ. 14, σ. 170, 6.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui élève des chiens.
Étymologie: κύων, τρέφω.

Greek Monolingual

κυνοτρόφος, -ον (Α)
αυτός που εκτρέφει σκυλιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο)- + -τροφός (< τρέφω), πρβλ. ιππο-τρόφος, κτηνο-τρόφος)].