κύμβος

Revision as of 13:40, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ὁ, A = κύμβη (A), cup, Nic.Th.526: heterocl. dat. κύμβεϊ or κύμβεσι Id.Al.129. (Cf. Skt. kumbhás 'pot', Irish cum 'vase', etc.)

German (Pape)

[Seite 1530] ὁ (vgl. κύμβη), jede Höhlung, bes. ein hohles Gefäß, Hesych.; Schüssel, Becken, Nic. Ther. 526; auch τὸ κύμβος, κύμβεϊ Al. 129.

Greek (Liddell-Scott)

κύμβος: ὁ, = κύμβη, ποτήριον, Νικ. Θ. 526· ― ὁ Νικ. ἔχει ὡσαύτως καὶ ἑτερόκλ. δοτ. κύμβεϊ ἢ κύμβεσι, ὡς ἐκ τοῦ κύμβος, εος, τό Ἀλ. 129.

Greek Monolingual

κύμβος, ὁ (Α)
κύμβη, ποτήρι, κύπελλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του κύμβη (Ι)].