ληθαργία

Revision as of 13:50, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ἡ, A drowsiness, Com.Adesp.344 (pl.).

German (Pape)

[Seite 38] ἡ, = λήθαργος 2, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ληθαργία: ἡ, (λήθαργος) ὕπνος βαθὺς μετ’ ἀναισθησίας, Γαλην.

Greek Monolingual

η (Α ληθαργία) λήθαργος (Ι)]
κατάσταση έντονης υπνηλίας με θόλωση της συνείδησης, λήθαργος, νάρκη, βαθύς και συνεχής ύπνος.