τό, Dim. of λίνον, A thread, Roussel Cultes Égyptiens p.213 (Delos, ii B. C.), Dsc.2.171, PMag.Par.1.1083. 2 net, D.Chr.7.71, Eust.574.32.
[Seite 48] τό, dim. von λίνον, Sp.
λῐνάριον: τό, ὑποκορ. τοῦ λίνον, Ἀχμὲτ Ὀνειρ. 222· δίκτυον, Εὐστ. 1451. 62.
hilo de lino , cordón de lino
λινάριον, τὸ (ΑM)βλ. λινάρι.