λιπογνώμων

Revision as of 14:00, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

A v. λειπογνώμων.

German (Pape)

[Seite 51] ον, = λειπογνώμων, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

λῐπογνώμων: -ον, (γνώμων III) κυρίως ἐπὶ ζῴων, στερούμενος τῶν ὀδόντων, οἵτινες δεικνύουσι τὴν ἡλικίαν, Ἴστρος παρὰ Σουΐδ. ἐν λέξ. ἀμνός, Ἐτυμολ. Μέγ. 4. 4· καθόλου, ἀγνώστου ἡλικίας, Λουκ. Λεξιφ. 6, Πολυδ. Ζ΄, 184, Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
mieux que λειπογνώμων;
qui ne marque pas, càd qui a perdu ses dents et dont on ne peut connaître l’âge.
Étymologie: λείπω, γνώμη.

Greek Monolingual

λιπογνώμων, ὁ (Α)
βλ. λειπογνώμων.

Russian (Dvoretsky)

λῐπογνώμων: 2, gen. ονος потерявший зубы, т. е. неизвестного возраста (βοῦς Luc.).