ες, A = λίχνος, Ael.Fr.325 (Sup.).
λιχνώδης: -ες, = λίχνος, Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ. ἐν λ. σοβαρός.
λιχνώδης, -ῶδες (AM) λίχνοςεπιρρεπής στη λιχνεία, λαίμαργος, λίχνοςμσν.το ουδ. ως ουσ. τὸ λιχνῶδεςη λαιμαργία, η λιχνεία.