λιχνώδης
From LSJ
ἐπεὰν νῶτον ὑὸς δελεάσῃ περὶ ἄγκιστρον, μετιεῖ ἐς μέσον τὸν ποταμόν, ὁ κροκόδειλος ἵεται κατὰ τὴν φωνήν, ἐντυχὼν δὲ τῷ νώτῳ καταπίνει → when he has baited a hog's back onto a hook, he throws it into the middle of the river, ... the crocodile lunges toward the voice of a squealing piglet, and having come upon the hogback, swallows it
English (LSJ)
λιχνῶδες, = λίχνος, greedy, Ael.Fr.325 (Sup.).
German (Pape)
λιχνῶδες, leckerhaft, Suid.
Greek (Liddell-Scott)
λιχνώδης: λιχνῶδες, = λίχνος, Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ. ἐν λ. σοβαρός.
Greek Monolingual
λιχνώδης, λιχνῶδες, (AM) λίχνος
επιρρεπής στη λιχνεία, λαίμαργος, λίχνος
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ λιχνῶδες
η λαιμαργία, η λιχνεία.