μελισσήεις

Revision as of 15:00, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

εσσα, εν, A rich in bees, as a place-name, Nic.Th.11, Coluth.23.

German (Pape)

[Seite 124] εσσα, εν, bienenreich; Hymettus, Nonn. D. 13, 183; Helikon, Coluth. 23; Nic. Ther. 16.

Greek (Liddell-Scott)

μελισσήεις: εσσα, εν, πλήρης μελισσῶν, ἔχων πλῆθος μελισσῶν, Νικ. Θηρ. 11, Κόλουθος 23.

Greek Monolingual

μελισσήεις, -εσσα, -εν (ΑM)
αυτός που έχει αφθονία μελισσών, πλούσιος σε μελίσσια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλισσα + κατάλ. -ήεις (πρβλ. αραχν-ήεις)].