μυρρίνη

Revision as of 15:05, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ἡ, A v. μυρσίνη.

Greek (Liddell-Scott)

μυρρίνη: ἡ, ἴδε μυρσίνη.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
1 branche ou couronne de myrte;
2 baie de myrte;
3 marché aux myrtes, aux couronnes de myrte.
Étymologie: p. assimil. p. μυρσίνη.

Greek Monolingual

μυρρίνη, ἡ (Α)
(αττ. τ.) βλ. μυρσίνη.

Greek Monotonic

μυρρίνη: Αττ. αντί μυρσίνη.

Russian (Dvoretsky)

μυρρίνη: Eur., Plut. μυρσίνη, дор. μυρσίνα (ῐ) ἡ
1) мирт (μυρσίνης κλάδοι Eur.);
2) миртовая ветвь (μυρσίνας στέφανος Pind.);
3) миртовый венок Arph.;
4) pl. место продажи миртовых ветвей и венков: ἐν ταῖς μυρρίναις Arph. на миртовом рынке.