μυρσίνα

From LSJ

ἐπέμψατε ἀγγέλους τοῖς ἀλλήλοις ὥστε ἔγνωτε τὸν κίνδυνον → you sent messengers to one another so that you knew the danger

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μυρσῐ́να Medium diacritics: μυρσίνα Low diacritics: μυρσίνα Capitals: ΜΥΡΣΙΝΑ
Transliteration A: myrsína Transliteration B: myrsina Transliteration C: myrsina Beta Code: mursi/na

English (LSJ)

[ῐ], v. μυρσίνη.

English (Slater)

myrtle ἁλίκων τῶ τις ἁβρὸν ἀμφὶ παγκρατίου Κλεάνδρῳ πλεκέτω μυρσίνας στέφανον, ἐπεί νιν Ἀλκαθόου τ' ἀγὼν σὺν τύχᾳ ἐν Ἐπιδαύρῳ τε νεότας δέκετο πρίν (cf. μύρτος) (I. 8.67)

Greek Monolingual

μυρσίνα και μερσίνα, ἡ (Μ)
η μυρτιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυρσίνη, κατά τα θηλ. σε -α. Ο τ. μερσίνα, με ανομοιωτική τροπή του -υ- σε -ε-].

Russian (Dvoretsky)

μυρρίνη Eur., Plut. μυρσίνη, дор. μυρσίνα (ῐ) ἡ
1 мирт (μυρσίνης κλάδοι Eur.);
2 миртовая ветвь (μυρσίνας στέφανος Pind.);
3 миртовый венок Arph.;
4 pl. место продажи миртовых ветвей и венков: ἐν ταῖς μυρρίναις Arph. на миртовом рынке.