ξενόφωνος
English (LSJ)
ον, A speaking or sounding strange, rejected by Poll.2.113.
German (Pape)
[Seite 278] fremd, ausländisch sprechend, Poll. 2, 113, der das Wort verwirft.
Greek (Liddell-Scott)
ξενόφωνος: -ον, ὁ ὁμιλῶν ἢ ἠχῶν ξένως ἢ παραδόξως, Πολυδ. Β΄, 113.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ξενόφωνος, -ον)
νεοελλ.
1. αυτός που μιλά με ξενική προφορά
2. ξενόγλωσσος
αρχ.
αυτός που μιλά ή ηχεί παράξενα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + -φωνος (< φωνή), πρβλ. μεγαλό-φωνος].