μελοκόπος

Revision as of 15:15, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ον, (μέλος A, κόπτω) = Lat. A articulator, Gloss.

German (Pape)

[Seite 127] Glieder zerhauend.

Greek (Liddell-Scott)

μελοκόπος: -ον, (μέλος Α, κόπτω) ὁ ἀκρωτηριάζων, Γλωσσ.

Greek Monolingual

μελοκόπος, -ον (Α)
αυτός που ακρωτηριάζει τα μέλη του σώματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλος + κόπος (< κόπτω) πρβλ. ξυλο-κόπος.