μελοκόπος

From LSJ
Cicero, Tusculanarum Disputationum, I.45.109
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελοκόπος Medium diacritics: μελοκόπος Low diacritics: μελοκόπος Capitals: ΜΕΛΟΚΟΠΟΣ
Transliteration A: melokópos Transliteration B: melokopos Transliteration C: melokopos Beta Code: meloko/pos

English (LSJ)

μελοκόπον, (μέλος A, κόπτω) = Lat. articulator, Glossaria.

German (Pape)

[Seite 127] Glieder zerhauend.

Greek (Liddell-Scott)

μελοκόπος: -ον, (μέλος Α, κόπτω) ὁ ἀκρωτηριάζων, Γλωσσ.

Greek Monolingual

μελοκόπος, -ον (Α)
αυτός που ακρωτηριάζει τα μέλη του σώματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλος + κόπος (< κόπτω) πρβλ. ξυλοκόπος.