μητροπόλος

Revision as of 15:25, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

Dor. ματρο-, ον, A tending mothers, epith. of Eileithyia, Pi.P.3.9. II αἱ μ., = μέλισσαι 11.2, Hsch.

German (Pape)

[Seite 180] um die Mütter beschäftigt, d. i. ihnen beistehend, Eileithyia, Pind. P. 3, 9. – Nach Hesych. = μέλισσαι, Dienerinn der magna mater.

Greek (Liddell-Scott)

μητροπόλος: -ον, ἐπίθ. τῆς Εἰλειθυίας, ἡ περιποιουμένη καὶ βοηθοῦσα τὰς μητέρας κατὰ τὸν τοκετόν, Πινδ. Π. 3. 15. ΙΙ. αἱ μ. = μέλισσαι (Ι. 2), Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui prend soin des mères.
Étymologie: μήτηρ, πολέω.

Greek Monolingual

μητροπόλος, δωρ. τ. ματροπόλος, -ον (Α)
1. (ως επίθ. της Ειλειθυίας) αυτή που περιποιείται και βοηθά τις μητέρες κατά τον τοκετό
2. (το θηλ. πληθ. ως ουσ.) αἱ μητροπόλοι
ιέρειες της μητέρας τών θεών, της Κυβέλης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μήτηρ, μητρός + -πόλος (< πέλομαι «κινούμαι), πρβλ. νυκτι-πόλος.

Greek Monotonic

μητροπόλος: -ον (πολέω), αυτός που φροντίζει τις μητέρες, επίθ. για την Εἰλείθυια, προστάτιδα του τοκετού, σε Πίνδ.

Russian (Dvoretsky)

μητροπόλος: дор. μᾱτροπόλος 2 заботящийся о матерях, помогающий матерям (Ἐλείθυια Pind.).

Middle Liddell

μητρο-πόλος, ον πολέω
tending mothers, epith. of Eileithyia, Pind.