μονόχειρ

Revision as of 15:40, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

χειρος, ὁ, ἡ, A with but one hand, Nicom. Ar.1.15.

German (Pape)

[Seite 206] ειρος, einhändig, Nicom. Ar. 1, 15.

Greek (Liddell-Scott)

μονόχειρ: ὁ, ἡ, ὁ ἔχων μίαν μόνην χεῖρα, Νικόμαχ. ἐν Ἀριθμ. Εἰσαγωγ. 1. 15.

Greek Monolingual

ο, η, αρσ. και μονόχειρας (ΑΜ μονόχειρ)
αυτός που έχει ένα μόνο χέρι, κουλοχέρης, κουλός, μονοχέρης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + χειρ (πρβλ. αδικό-χειρ, μαλακό-χειρ)].