μυελαυξής

Revision as of 15:40, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ές, A increasing the marrow, τροφή Hsch.

German (Pape)

[Seite 213] ές, Mark vermehrend, τροφή, Hesych., wo aber μυελαύξῃ steht.

Greek (Liddell-Scott)

μυελαυξής: -ές, ὁ αὐξάνων τὸν μυελόν, ὁ τρέφων αὐτόν, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

μυελαυξής, -ές (Α)
αυτός που συμβάλλει στην αύξηση του μυελού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυελός + -αυξής (< αὐξάνω), πρβλ. νεο-αυξής, πολυ-αυξής].