μυελαυξής

From LSJ

Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid

Menander, Monostichoi, 471
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μυελαυξής Medium diacritics: μυελαυξής Low diacritics: μυελαυξής Capitals: ΜΥΕΛΑΥΞΗΣ
Transliteration A: myelauxḗs Transliteration B: myelauxēs Transliteration C: myelafksis Beta Code: muelauch/s

English (LSJ)

μυελαυξές, increasing the marrow, τροφή Hsch.

German (Pape)

[Seite 213] ές, Mark vermehrend, τροφή, Hesych., wo aber μυελαύξῃ steht.

Greek (Liddell-Scott)

μυελαυξής: -ές, ὁ αὐξάνων τὸν μυελόν, ὁ τρέφων αὐτόν, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

μυελαυξής, -ές (Α)
αυτός που συμβάλλει στην αύξηση του μυελού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυελός + -αυξής (< αὐξάνω), πρβλ. νεοαυξής, πολυαυξής].