μυροβραχής

Revision as of 15:45, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

or μῠρο-βρεχής, ές, (βρέχω) A wet with unguent, κόμη LXX 3 Ma.4.6, cf. Suet. Aug.86:—also μῠρό-βροχος, ον, Ps.-Callisth.3.16.

Greek Monolingual

μυροβραχής και μυροβρεχής, -ές (Α)
(ιδίως για τα μαλλιά) αυτός που είναι βρεγμένος, αρωματισμένος με μύρο («καὶ κόνει τὴν μυροβραχῆ πεφυρμέναι κόμην», ΠΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύρον + -βραχής / -βρεχής (< βρέχω)].