μυροβραχής

From LSJ

ἀλεξίκακε τρισέληνε, μηδέποθ' ἡττηθείς, σήμερον ἐξετάθης → averter of woes, offspring of three nights, thou, who never didst suffer defeat, art to-day laid low

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῠροβρᾰχής Medium diacritics: μυροβραχής Low diacritics: μυροβραχής Capitals: ΜΥΡΟΒΡΑΧΗΣ
Transliteration A: myrobrachḗs Transliteration B: myrobrachēs Transliteration C: myrovrachis Beta Code: murobraxh/s

English (LSJ)

or μυροβρεχής, ές, (βρέχω) wet with unguent, κόμη LXX 3 Ma.4.6, cf. Suet. Aug.86:—also μυρόβροχος, ον, Ps.-Callisth.3.16.

Greek Monolingual

μυροβραχής και μυροβρεχής, -ές (Α)
(ιδίως για τα μαλλιά) αυτός που είναι βρεγμένος, αρωματισμένος με μύρο («καὶ κόνει τὴν μυροβραχῆ πεφυρμέναι κόμην», ΠΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύρον + -βραχής / -βρεχής (< βρέχω)].