ναυφύλαξ

Revision as of 15:55, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

[ῠ], ὁ, A one who keeps watch on board ship, Ar.Fr.372. II = ναοφύλαξ 1, IG42(1).402 (pl., Epid., ii A.D.).

German (Pape)

[Seite 233] ακος, ὁ, Schiffswächter, Ar. frg. 339.

Greek (Liddell-Scott)

ναυφύλαξ: [ῠ], -ακος, ὁ, φύλαξ νεώς, φρουρός, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 339.

Greek Monolingual

ναυφύλαξ, ὁ (Α)
1. φρουρός ναού
2. φύλακας πλοίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ναῦς «πλοίο» + φύλαξ. Σύνθετο σχηματισμένο απευθείας από το θ. της ονομ.].

Russian (Dvoretsky)

ναυφύλαξ: ᾰκος (ῠ) ὁ несущий охрану судна, корабельный страж Arph.