έως, ὁ, (νάσσω) A pestle, Tz.adHes.Op.421.
ναυγεύς, ὁ (ΑΜ)το γουδοχέρι, ο κόπανος.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ναγ- (πρβλ. νέ-ναγ-μαι, παθ. παρακμ. του ρ. νάσσω «συνθλίβω, πιέζω») + επίθημα -εύς (πρβλ. μαγ-εύς, σφαγ-εύς)].