νυγμή
English (LSJ)
ἡ, = sq., Plu.Ant.86. 2 dot, in punctuation, Dosith.p.380 K.
Greek (Liddell-Scott)
νυγμή: ἡ, = τῷ ἑπομ., Πλουτ. Ἀντών. 86. 2) Καθ’ Ἡσύχ.: «νυγμή. κέντρον».
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
piqûre.
Étymologie: νύσσω.
Greek Monolingual
νυγμή, ἡ (Α)
1. νυγμός
2. (στη στίξη) η στιγμή, η τελεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. νυγ- (πρβλ. παθ. αόρ. ἐνύγ-ην) του νύσσω «κεντώ» + κατάλ. -μη].
Greek Monotonic
Russian (Dvoretsky)
νυγμή: ἡ укол Plut.