ξυλουργής

Revision as of 16:19, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ές, A made of wood, διάφραγμα Lyd.Mag.3.37.

Greek (Liddell-Scott)

ξῠλουργής: -ές, ὁ ἐκ ξύλου κατεσκευασμένος, διάφραγμα Ἰω. Λυδ. περὶ Ἀρχ. Πολιτ. 3. 37.

Greek Monolingual

ξυλουργής, -ές (Μ)
κατασκευασμένος από ξύλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + -ουργής (< ἔργον), πρβλ. μεγαλ-ουργής].