ξυλουργής

From LSJ

Σοφία δὲ πλούτου κτῆμα τιμιώτερον → Pretiosior res opipus est sapientia → Die Weisheit ist mehr wert als Säcke voller Geld

Menander, Monostichoi, 482
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξῠλουργής Medium diacritics: ξυλουργής Low diacritics: ξυλουργής Capitals: ΞΥΛΟΥΡΓΗΣ
Transliteration A: xylourgḗs Transliteration B: xylourgēs Transliteration C: ksylourgis Beta Code: culourgh/s

English (LSJ)

ξυλουργές, made of wood, διάφραγμα Lyd.Mag.3.37.

Greek (Liddell-Scott)

ξῠλουργής: -ές, ὁ ἐκ ξύλου κατεσκευασμένος, διάφραγμα Ἰω. Λυδ. περὶ Ἀρχ. Πολιτ. 3. 37.

Greek Monolingual

ξυλουργής, -ές (Μ)
κατασκευασμένος από ξύλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + -ουργής (< ἔργον), πρβλ. μεγαλουργής].