οἴκισις

Revision as of 16:25, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

εως, ἡ, A colonization, Th.5.11, 6.4.

Greek (Liddell-Scott)

οἴκῐσις: ἡ, ἡ ὑπὸ ἐποίκων κατάληψις τόπου τινός, ἀποίκισις, Θουκ. 5. 11., 6. 4. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 3.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action de fonder une colonie.
Étymologie: οἰκίζω.

Greek Monotonic

οἴκῐσις: ἡ (οἰκίζω), ενίσχυση ντόπιου πληθυσμού με έλευση νέων κατοίκων, αποικισμός, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

οἴκῐσις: εως ἡ основание колонии или колоний, колонизация Thuc.

Middle Liddell

οἴκῐσις, ιος, ἡ, οἰκίζω
a peopling, colonisation, Thuc.

English (Woodhouse)

act of founding, establishment of a colony, founding