πάμφυρτος

Revision as of 16:35, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ον, A mixed of all sorts, γέννημα Ph.1.148, cf. 2.53, Longin.9.7, Opp.H.1.779: neut. pl. as Adv., confusedly, S. Ichn.232.

German (Pape)

[Seite 455] aus Allem gemischt, durch einander gewirrt; ἀφυσγετός, Opp. Hal. 1, 779; auch in späterer Prosa, wie Philo.

Greek (Liddell-Scott)

πάμφυρτος: -ον, ἀναμεμιγμένος ἐκ παντὸς εἴδους, Ὀππ. Ἁλ. 1. 779, Λογγῖν. 9. 7.

Greek Monolingual

πάμφυρτος, -ον (Α)
1. αναμεμιγμένος με κάθε είδος, σύνθετος από διάφορα πράγματα, παντοειδής
2. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) πάμφυρτα
συγκεχυμένα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + -φυρτος (< φύρω «ανακατεύω»)].