παιδιώδης

Revision as of 18:50, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ες, (παιδιά) A playful, Ion Hist.1; fond of amusement, Arist.EN1150b16, Aret.SD1.6; τὸ π. Plu.2.68a. II (παιδίον) puerile, τὸ π. D.H.Pomp.6.

German (Pape)

[Seite 440] ες, nach der Kinder Art, gern spielend, spaßhaft, Sp., vgl. Ion bei Ath. XIII, 603 c; Arist. eth. 7, 7; auch = kindisch.

Greek (Liddell-Scott)

παιδιώδης: -ες, (παιδιὰ) πλήρης παιδιᾶς, παιγνιώδης, Λατ. ludibundus, Ἴων παρ’ Ἀθην. 603F, Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 7. 7, 7· τὸ παιδιῶδες Πλούτ. 2, 68Α. ΙΙ. (παιδίον) παιδαριώδης, τὸ παιδιῶδες Διον. Ἁλ. πρὸς Γναῖον Πομπ. 6.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
qui aime le jeu ; τὸ παιδιῶδες PLUT amour du jeu.
Étymologie: παιδιά, -ωδης.

Greek Monolingual

(I)
παιδιώδης, -ῶδες (ΑΜ) παιδιά
1. γεμάτος παιγνίδια, παιγνιώδης, αστείος
2. αυτός που αγαπά τις παιδιές τις διασκεδάσεις.
(II)
παιδιώδης, -ῶδες (ΑΜ) παιδίον
παιδαριώδης, παιδιάστικος («παιδιώδεις απορίας επέλυσαν», Τζέτζ.).

Greek Monotonic

παιδιώδης: -ες (παιδιά), παιγνιώδης, παιχνιδιάρικος, Λατ. ludibundus, σε Αριστ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παιδιώδης -ες [παιδιά] dol op amusement:. δοκεῖ δὲ καὶ ὁ παιδιώδης ἀκόλαστος εἶναι ook wie dol is op amusement geldt als onmatig Aristot. EN 1150b16.

Russian (Dvoretsky)

παιδιώδης: игривый, веселый Arst.

Middle Liddell

παιδι-ώδης, ες [παιδια]
playful, Lat. ludibundus, Arist.