παιδιώδης

From LSJ

Βέβαιον οὐδέν ἐστιν ἐν θνητῷ βίῳ → Nihil, ut videtur, proprium in vita datur → Nichts Festes gibt's im Leben eines Sterblichen

Menander, Monostichoi, 57
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παιδιώδης Medium diacritics: παιδιώδης Low diacritics: παιδιώδης Capitals: ΠΑΙΔΙΩΔΗΣ
Transliteration A: paidiṓdēs Transliteration B: paidiōdēs Transliteration C: paidiodis Beta Code: paidiw/dhs

English (LSJ)

παιδιῶδες, (παιδιά)
A playful, Ion Hist.1; fond of amusement, Arist.EN1150b16, Aret.SD1.6; τὸ π. Plu.2.68a.
II (παιδίον) puerile, τὸ π. D.H.Pomp.6.

German (Pape)

[Seite 440] ες, nach der Kinder Art, gern spielend, spaßhaft, Sp., vgl. Ion bei Ath. XIII, 603 c; Arist. eth. 7, 7; auch = kindisch.

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
qui aime le jeu ; τὸ παιδιῶδες PLUT amour du jeu.
Étymologie: παιδιά, -ωδης.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παιδιώδης -ες [παιδιά] dol op amusement:. δοκεῖ δὲ καὶ ὁ παιδιώδης ἀκόλαστος εἶναι ook wie dol is op amusement geldt als onmatig Aristot. EN 1150b16.

Russian (Dvoretsky)

παιδιώδης: игривый, веселый Arst.

Greek (Liddell-Scott)

παιδιώδης: -ες, (παιδιὰ) πλήρης παιδιᾶς, παιγνιώδης, Λατ. ludibundus, Ἴων παρ’ Ἀθην. 603F, Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 7. 7, 7· τὸ παιδιῶδες Πλούτ. 2, 68Α. ΙΙ. (παιδίον) παιδαριώδης, τὸ παιδιῶδες Διον. Ἁλ. πρὸς Γναῖον Πομπ. 6.

Greek Monolingual

(I)
παιδιώδης, -ῶδες (ΑΜ) παιδιά
1. γεμάτος παιγνίδια, παιγνιώδης, αστείος
2. αυτός που αγαπά τις παιδιές τις διασκεδάσεις.
(II)
παιδιώδης, -ῶδες (ΑΜ) παιδίον
παιδαριώδης, παιδιάστικος («παιδιώδεις απορίας επέλυσαν», Τζέτζ.).

Greek Monotonic

παιδιώδης: -ες (παιδιά), παιγνιώδης, παιχνιδιάρικος, Λατ. ludibundus, σε Αριστ.

Middle Liddell

παιδι-ώδης, ες [παιδια]
playful, Lat. ludibundus, Arist.